Η διαμεσολάβηση αποτελεί έναν από τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, κατά τον οποίο δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν να επιλύσουν την διαφορά τους εξωδικαστικά, με τη βοήθεια ενός τρίτου, αντικειμενικού προσώπου, του Διαμεσολαβητή.
Είναι μία διαδικασία εκούσια, ευέλικτη και απολύτως εμπιστευτική, και ως εκ τούτου, τα μέρη, ερχόμενα στην διαμεσολάβηση με δική τους βούληση, μπορούν να συζητήσουν με ειλικρίνεια ο,τιδήποτε τους απασχολεί, αφού ο,τιδήποτε και αν αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μία δίκη με την ίδια διαφορά.
Ο Διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, και να βρουν τα ίδια μία λύση που ικανοποιεί τα συμφέροντά τους, μία λύση από την οποία θα κερδίσουν όλα τα μέρη. Ιδιαίτερη δε έμφαση δίνεται στην προσωπικότητα των μερών, στα συμφέροντα και τις ανάγκες τους.
Σε σχέση με την προσφυγή στο δικαστήριο, η διαμεσολάβηση είναι σαφώς μία διαδικασία πιο γρήγορη, με λιγότερο κόστος και συναισθηματική φόρτιση, ενώ η συμφωνία που επιτυγχάνεται είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των μερών, και όχι μία δεσμευτική απόφαση που επιβάλλει κάποιος δικαστής.
Η διαμεσολάβηση είναι ένας θεσμός που λειτουργεί με μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό τις τελευταίες δεκαετίες (Η.Π.Α. και Καναδάς αλλά και στην Ευρώπη) ενώ στην Ελλάδα εισήχθη με τον Ν. 3898/2010, σε συμμόρφωση με την κοινοτική οδηγία 2008/52/ΕΚ, τροποποιήθηκε με τον Ν. 4512/2018, και απέκτησε την τελική του μορφή με τον Ν. 4640/2019.
Το άρθρο 6 του Ν. 4640/2019 περί διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δίνει την δυνατότητα στον πολίτη να γνωρίσει τον θεσμό της διαμεσολάβησης από κοντά. Όταν μία διαφορά υπάγεται στην ανωτέρω διάταξη, η υπόθεση περνά υποχρεωτικά από την διαδικασία της Υ.Α.Σ., κατά την οποία τα μέρη ενημερώνονται από τον Διαμεσολαβητή για την διαδικασία της διαμεσολάβησης, τις βασικές αρχές της καθώς και τον ρόλο των συμμετεχόντων, χωρίς να συζητηθεί η ουσία της υπόθεσης. Αν έπειτα από αυτή την ενημερωτική συνάντηση τα μέρη το επιθυμούν, μπορούν να προσφύγουν σε εκούσια διαμεσολάβηση, όπου θα επιχειρήσουν να λύσουν την εκάστοτε διαφορά τους.
Η οικογενειακή διαμεσολάβηση χρησιμοποιείται για την επίλυση διαφορών που προκύπτουν μεταξύ συζύγων, με ή χωρίς παιδιά. Αφορά σε υποθέσεις με αντικείμενο περιουσιακές διαφορές (αποκτήματα), επιμέλεια, διατροφή και επικοινωνία με τα τέκνα. Σε μία εποχή όπου οι συγκρούσεις στο οικογενειακό περιβάλλον και η διακοπή συμβίωσης αποτελούν συχνό φαινόμενο, η διαμεσολάβηση σε τέτοιες υποθέσεις μπορεί να ενεργήσει καταλυτικά στην επίλυση της διαφοράς, με πολιτισμένο τρόπο, και μακριά από τις δικαστικές αίθουσες, όπου η αντιπαράθεση και οι σφοδρές συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες, ενώ και η ψυχολογική φθορά είναι μεγάλη. Ειδικά στην περίπτωση που εμπλέκονται παιδιά, η διαμεσολάβηση φαίνεται να είναι ο καταλληλότερος τρόπος επίλυσης της διαφοράς, αφού οι γονείς, έχοντας ως κοινό στόχο το συμφέρον των τέκνων τους, μπορούν να γνωρίζουν, καλύτερα και από έναν δικαστή, τί είναι προτιμότερο για αυτά.
Κάθε υπόθεση στην οποία τα μέρη έχουν την εξουσία διάθεσης της διαφοράς τους, μπορούν δηλαδή να διαπραγματευτούν και να συμφωνήσουν σε μία λύση, χωρίς να καταστρατηγούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, είναι δεκτική διαμεσολάβησης. Το εύρος τέτοιων υποθέσεων είναι τεράστιο, και απαντώνται στην καθημερινότητα όλων. Υποθέσεις οικογενειακού, ενοχικού, εμπράγματου και κληρονομικού δικαίου, καθώς και εμπορικές διαφορές, μπορούν να επιλυθούν με διαμεσολάβηση, γρήγορα και με μικρό κόστος συγκριτικά με την προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, και με απώτερο στόχο την διατήρηση των σχέσεων, προσωπικών και επαγγελματικών, οι οποίες έχουν διαρραγεί. Η διαμεσολάβηση μοιάζει επιτακτική, ειδικά σε περιπτώσεις όπου ο χρόνος πιέζει τα μέρη της διαφοράς, ενώ μία τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου μετά από πολλά χρόνια, μπορεί να αποδειχθεί επιζήμια για όλα τα μέρη και χωρίς αντίκρισμα, αφού συνήθως, η δικαίωση μετά από πολύ καιρό καθιστά πλέον την δικαστική απόφαση άνευ σημασίας. Στην διαμεσολάβηση, τα μέρη είναι οι πρωταγωνιστές της διαφοράς τους και υπεύθυνοι για το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας, έχοντας την δυνατότητα να αποφασίσουν οι ίδιοι για την υπόθεση που τους αφορά.
Σε κάθε εργασιακό περιβάλλον δημιουργούνται συγκρούσεις και διαφωνίες, με πρωταγωνιστές εργοδότες και εργαζομένους, εργαζομένους μεταξύ τους, τμήματα των επιχειρήσεων καθώς και διαφορές μεταξύ των εταίρων μίας επιχείρησης. Ο εργασιακός χώρος αποτελεί το δεύτερο σπίτι του απασχολούμενου, ο οποίος περνά τον περισσότερο χρόνο της ημέρας στην εργασία του. Ως εκ τούτου, τα ζητήματα που ανακύπτουν μεταξύ των παραπάνω προσώπων είναι πολλά και αφορούν σε προσωπικές σχέσεις, αρμοδιότητες, παροχές, φιλοδοξίες κλπ. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να ενεργήσει καταλυτικά σε τέτοιες διαφορές, δρώντας αμερόληπτα, με σκοπό να γεφυρώσει τις διαφορές και να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης και διατήρησης της συνεργασίας, καθώς και των προσωπικών σχέσεων μεταξύ των μερών. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να χρησιμοποιείται κατ’ αποκλειστικότητα, εσωτερικά σε μία επιχείρηση, βοηθώντας το ανθρώπινο δυναμικό της να λύσει τα ζητήματα που το απασχολούν, είτε για την επίλυση διαφορών με εξωτερικούς συνεργάτες της επιχείρησης, με την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς σύμφωνα με τον Ν. 4640/2019 και εν τέλει την υπογραφή πρακτικού διαμεσολάβησης.
Η ιατρική διαμεσολάβηση εφαρμόζεται για την επίλυση διαφορών μεταξύ ασθενών και ιατρών, ασθενών και νοσοκομείων, ιατρών συναδέλφων κ.ά. Ιατρικά σφάλματα, εσφαλμένες διαγνώσεις, παράλειψη ή ελλιπής ενημέρωση του ιατρού ως προς τις επιπλοκές και κινδύνους μίας επέμβασης, είναι μερικές από τις περιπτώσεις δεκτικές διαμεσολάβησης. Με την εκούσια προσφυγή στη διαμεσολάβηση σε ιατρικές διαφορές, αφενός ενισχύεται η καλή πίστη και η βούληση για επίτευξη συμφωνίας από την πλευρά των νοσοκομειακών δομών, αφετέρου προωθείται η διατήρηση των σχέσεων μεταξύ ιατρών και ασθενών.
Η τραπεζική διαμεσολάβηση αφορά σε διαφορές μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, φυσικών και νομικών προσώπων, με σκοπό την αναδιάρθρωση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο όγκος των κόκκινων δανείων, καθώς και η πρακτική των τραπεζών να προσφεύγουν στην δικαιοσύνη, όπου στο τέλος της ημέρας, δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις τους, παρά τις θετικές δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνουν, κάνουν την διαμεσολάβηση πιο αναγκαία από ποτέ. Με την τραπεζική διαμεσολάβηση, κάθε μέρος βγαίνει κερδισμένο από την διαδικασία αυτή, δουλεύοντας πάνω στα συμφέροντα και τις ανάγκες τους.
Η εναλλακτική επίλυση διαφορών στις ναυτιλιακές υποθέσεις είναι διαδεδομένη εδώ και πολλά χρόνια, με τη μορφή της διαιτησίας, η οποία λειτουργεί ως δικαστήριο, αφού η απόφαση που εκδίδει ο διαιτητής είναι δεσμευτική για τους διαδίκους. Η διαμεσολάβηση είναι ο ανερχόμενος εναλλακτικός τρόπος επίλυσης ναυτικών διαφορών, με το ποσοστό επιτυχίας της να αγγίζει το 90%, και αφορά σε διαφωνίες σχετικά με τη μεταφορά φορτίων, θαλάσσια ασφάλιση, ναυλώσεις, αγοραπωλησίες κ.ά., με τα αντίστοιχα εμπλεκόμενα μέρη (πλοιοκτήτες, ναυλωτές, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρίες, εργαζομένους κλπ). Η διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία πιο ευέλικτη από την διαιτησία, κατά την οποία ο διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να βρουν τρόπους να επιλύσουν την διαφορά τους και να καταλήξουν σε μία απόφαση που θα ικανοποιεί τα συμφέροντά τους, και μάλιστα σε σύντομο χρόνο, αποφεύγοντας έτσι φαινόμενα π.χ. παροπλισμένων πλοίων μέσω συντηρητικής κατάσχεσής τους, μέχρι να λυθεί η διαφορά στις δικαστικές αίθουσες ή μέσω διαιτησίας.